- κούτσουρο
- 1) billot2) bûche3) cancre4) souche
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κούτσουρο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 69 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, Ν της πόλης της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιτάμου. 2. Πεδινός οικισμός (50 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
κούτσουρο — το 1. κορμός δέντρου, κορμός αμπελιού, κούρβουλο. 2. χοντρό και απελέκητο ξύλο. 3. αμόρφωτος άνθρωπος. 4. η παροιμία «Tο βιος παντρεύει κούτσουρα» δηλώνει ότι η προίκα παντρεύει και τις πιο άσχημες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσουρεύω — [κούτσουρο] 1. κόβω τους κλάδους δένδρου 2. μτφ. αποκόπτω, ακρωτηριάζω, κολοβώνω 3. μειώνω, περιορίζω («κουτσούρεψαν τους μισθούς») … Dictionary of Greek
στύπος — (I) το, ΝΑ, και τ. γεν. ους και ασυναίρ. τ. εος, Α νεοελλ. 1. ευθυτενής κορμός δέντρου, που μοιάζει ως προς το σχήμα με στύλο ο οποίος έχει στην κορυφή του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο κορμός τού φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης 2. ναυτ.… … Dictionary of Greek
κουτούκι — το 1. μικρή και συνήθως υπόγεια λαϊκή ταβέρνα 2. χοντρό απελέκητο ξύλο, κούτσουρο 3. καμένο κούτσουρο ελιάς 4. τυφλός, στραβός 5. κουτάβι 6. σχοινί με το οποίο δένουν το πλοίο από την πρύμνη στην ακτή 7. φρ. «έγινε κουτούκι στο μεθύσι» ήπιε πολύ… … Dictionary of Greek
κουτσούρα — η χοντρό καυσόξυλο, κούτσουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούτσουρο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α, κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
κούτσα — (I) η (Μ κούτσα) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα 2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων 3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος 4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο… … Dictionary of Greek
κούτσουρας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 818 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 59 χλμ. ΝΑ του Αγίου Νικολάου. Αποτελεί έδρα του δήμου Μακρύ Γιαλού. * * * κούτσουρας, ὁ (Μ) [κούτσουρο] χοντρό ξύλο ή… … Dictionary of Greek
Pro-drop language — Linguistic typology Morphological Isolating Synthetic Polysynthetic Fusional Agglutinative Morphosyntactic Alig … Wikipedia
αμπελοκουτσούρα — η κορμός κλήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κούτσουρα, μεγεθ. τού κούτσουρο] … Dictionary of Greek
αμπελοκούτσουρο — το η αμπελοκουτσούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + κούτσουρο] … Dictionary of Greek